- υπερπέταμαι
- Α(ποιητ. τ.) (αποθ.) βλ. ὑπερπέτομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερπέτομαι — και ποιητ. τ. ὑπερπέταμαι Α 1. πετώ από πάνω με μεγάλη ταχύτητα («ἀετοὶ δύο ὑπερπτόμενοι», Δίων Κάσσ.) 2. πετώ πέρα από ένα σημείο («ὅταν ὑπερπτῶνται τὸ ὄρος [οἱ πελεκᾱνες]», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πέτομαι / πέταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek